ορθώνομαι

ορθώνομαι
ορθώνομαι, ορθώθηκα, ορθωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακταίνω — ἀκταίνω (Α) (στη φρ.) «ἀκταίνω στάσιν» (διαφ. γραφή «ἀκταίνω βάσιν», Αισχ. Ευμ. 36) σηκώνω, ορθώνω το ανάστημα μου, είμαι όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο είναι πως η λ. συνδέεται με το ἄγω, οπότε το ἀκταίνω είναι επηυξημένος… …   Dictionary of Greek

  • επαναστήκω — ἐπαναστήκω (Μ) ορθώνομαι, ορμώ …   Dictionary of Greek

  • ορθώνω — (ΑΜ ὀρθῶ, όω) [ορθός] 1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω 2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση 3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, όομαι σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος νεοελλ. 1. (η προστ. αορ.) όρθωσον ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς… …   Dictionary of Greek

  • συνορθώ — και αττ. τ. ξυνορθῶ, όω, Α 1. (συν. σχετικά με κατεστραμμένο κτήριο) ανορθώνω, αναστηλώνω 2. μέσ. συνορθοῦμαι, όομαι ευδοκιμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθῶ / οῦμαι «ορθώνω, ορθώνομαι, ακμάζω» (< ὀρθός)] …   Dictionary of Greek

  • χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… …   Dictionary of Greek

  • ορθώνω — όρθωσα, ορθώθηκα, ορθωμένος 1. κάνω κάτι να μείνει ή να σταθεί όρθιο, αλλ. σηκώνω, στήνω: Οι επαναστάτες όρθωσαν οδοφράγματα. 2. μτφ., αντιστέκομαι, επαναστατώ: Όρθωσε το ανάστημά του στις απειλές. 3. μέσ., ορθώνομαι στέκομαι όρθιος, σηκώνομαι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”